Η ΛΙΛΑ ΜΠΡΟΥΚΑΚΗ ΥΠΟΔΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ '' ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ'' ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΑΤΣΙΚΟΝΟΥΡΗ


Γράφει   ο   ΛΕΟΝΤΙΟΣ  ΠΕΤΜΕΖΑΣ

O  θεατρικός  μονόλογος  '' Πάλι  καλά ''  του  Βασίλη   Κατσικονούρη  με  την  Λίλα  Μπρουκάκη στον  πρωταγωνιστικό  ρόλο  σε  σκηνοθεσία  του   Παύλου  Λεμοντζή  παρουσιάζεται  από   την ομάδα    '' X - οδός  ''  από  τις 18  ως τις  20 Απριλίου 2018  στo  θέατρο  της   Στέγης   Φίλων   Γραμμάτων   και  Τεχνών  Καβάλας,  Κύπρου  16  στην   Καβάλα.

Παρακολουθώντας την  υπόθεση  του έργου  μεταφερόμαστε νοητά μια  βροχερή  Αθηναική νύχτα κοντά  στο μνημείο-μνήμα  του Άγνωστου Στρατιώτη στο Σύνταγμα .

Μια μοναχική γυναίκα χωρίς  συντροφιά, στέκεται απεγνωσμένα δίπλα η παραδίπλα δεν έχει σημασία , στον ένστολο και ένοπλο εύζωνο γιο της που εκτελεί  την σταθερή εντεταλμένη υπηρεσία που του επιτάσσεται  στην  σκοπιά.
Όρθιος αρκετή ώρα μπροστά στο μόνιμα στημένο κουβούκλιο που του παρέχεται από την πολιτεία και εκτός των άλλων τον προστατεύει  και τον προφυλλάσει από τις άγριες καιρικές συνθήκες και τα περίεργα φυσικά η άλλα φαινόμενα ,πιθανόν να σώζει  και την σωματική ακεραιότητα του από κάποιο απρόσμενο εργατικό ατύχημα.
Είναι ακίνητος ,υποταγμένος ,αμίλητος, εγκλωβισμένος, ανέκφραστος ,ψυχρός και άδειος  συναισθηματικά ακόμη και απέναντι στους δικούς  του γιατί έτσι τον θέλει  η θέση που κατέχει και η επιβολή  που δέχεται από τους ανώτερους του στην προσωπικότητα και στον χαρακτήρα του, χωρίς να  του επιτρέπετε  κανένα περιθώριο  ευαισθησίας και  δυνατότητα φυγής.
Σαν γνήσια Ελληνίδα με βαθιά τρυφερή ψυχή , μεγάλη καρδιά , με  μια τεράστια αγκαλιά απόλυτης ανιδιοτελούς αγάπης και συμπάθειας,τον πλησιάζει, του απευθύνει τον λόγο συμπονετικά ,του  μιλάει σαν μάνα αλλά και σαν κοπέλα. 
Προσπαθεί να γεφυρώσει όσα τους χωρίζουν, να βρει επιτέλους ένα σημείο επικοινωνίας και  καμπής  και να μετριάσει το χάσμα που υπάρχει.
Είναι η μόνη ευκαιρία που έχει να του πει ότι θέλει χωρίς να τον νουθετείσει , να  κάνει κήρυγμα η να τον μαλώσει.
Είναι άσκοπα άλλωστε όλα αυτά και δεν οδηγούν πουθενά . 
Έτσι και αλλιώς ότι έχει συμβεί μεταξύ τους σε δεδομένες εποχές του παρελθόντος  δεν πρόκειται να αλλάξει .
Ωστόσο η μελετημένη στάση της ,ίσως να απαλύνει την απόσταση στην τωρινή σχέση τους όπως τουλάχιστον ευελπιστεί. 
«Δεν μιλούσαμε ποτέ και πολύ», παραπονιέται,
«κάθε φορά που σε πλησίαζα, εσύ άρπαζες το μπουφάν κι έφευγες. Πάντα έφευγες». 
«Τίποτα, μόνο η Μάνα…
Ό,τι τράβηξε ο καθένας δεν το θέλει για το παιδί του…
Εμείς τον Τζέιμς Ντιν είχαμε… 
Γιατί εγώ τις μυρωδιές δεν τις ξεχνάω….
Ότι και να ζήσει κανείς δύο, τρείς μυρωδιές του μένουν… 
άματι, είναι κανένας νέος να έχει λίγη από την λύπη, 
των γηρατειών τη λύπη…»

Είναι μερικές από τις προτάσεις της που μπορεί να  σταχυολογήσει ο παρευρισκόμενος θεατής.
Στην προσπάθεια της προσέγγισης η ηρωίδα διηγείται  με σπαρακτική λεπτομέρεια και ακρίβεια τις περιπέτειες  της ,θυμάται  διευκρινιστικά την επεισοδειακή ιστορία της που διαφοροποιήθηκε στην διαδρομή του αδυσώπητου  χρόνου,αναπολεί  μια ζωή ίσως χαμένη , ίσως κερδισμένη,γκρίζα η θαμπή ,τυχερή η άτυχη,γλυκανάλατη η πικρή που ξεκινάει από τα χωράφια καπνού σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό της Μακεδονίας τον περασμένο αιώνα,στις αρχές της δεκαετίας του 1960.
Ανατρέχει επίμονα και τυρρανικά  για την ψυχοσύνθεση της στον αταίριαστο  και αποτυχημένο γάμο της με τον πολύ μεγαλύτερο της δημόσιο υπάλληλο, την εγκατάσταση της στην τεράστια  άγνωστη Αθήνα, την έντονη μοναξιά που έζησε και βίωσε μέσα στην απρόσωπη μεγαλούπολη και το χειρότερο την κουραστική και απεχθή συνύπαρξη της με έναν αναίσθητο ,απαθή,αδιάφορο,αμέτοχο στα οικογενειακά θέματα και αδρανή σύζυγο που μιλούσε μόνο στους εκφωνητές της τηλεόρασης, αλλά ποτέ σ’ εκείνην.
Εκφράζει  την προσωπική και υπαρξιακή της αγωνία για το παιδί της που σαν και εκείνη, «δεν τον χωράει ο τόπος και θέλει να ζήσει, αλλά δεν ξέρει πώς».
Επίσης με έκδηλο  και ζωηρό ενδιαφέρον  σχολιάζει την πολυκύμαντη και πολυδιάστατη ζωή των  σημερινών νέων που οτιδήποτε καλό κάνουν ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια τους και εξαφανίζεται.
Σαν έμπειρος συνειδητοποιημένος άνθρωπος ,με περίσσια αξιοπρέπεια ,ανωτερότητα και αυτογνωσία νιώθει  ματαιωμένη,καθόλου δικαιωμένη , μια τραγική φιγούρα  που αντιλαμβάνεται ότι έχει ακυρωθεί ως  ανθρώπινη οντότητα  απέναντι στην κοινωνία.
Ο εξομολογητικός  λόγος της, άλλοτε κωμικός κι άλλοτε οδυνηρός, ξετυλίγει  περιγραφικά μπροστά στα μάτια μας την συνήθη μοίρα της γυναίκας της επαρχίας, που το είναι  της καθορίζεται κυρίως από τους άλλους κι έχει μάθει να το αποδέχεται χωρίς αντίδραση λέγοντας συχνά  την φράση «πάλι καλά» ,μια φράση που καταλήγει να γίνεται η σανίδα σωτηρίας  για κάθε τι που συμβαίνει .
Αφηγείται και φωτίζει μια πορεία που μπορεί να ξεκίνησε ως υπέρλαμπρο θαύμα αλλά στα μονοπάτια της βαθμιαία   αγγίζει  τον κλαυσίγελο  μέσα από την  στέρηση και  την έλλειψη της ζωτικής ευδαιμονίας  και της ουσιαστικής χαράς.



Το έργο εντρυφεί , διεισδύει  και  αναφέρεται  στην  προσωπική υπόσταση  κάθε μητέρας-μάνας με την ανεκτίμητη διαχρονική αξία  αλλά και στο αδιέξοδο της νεολαίας που παραπαίει .Ανάμεσα στην ελευθερία  που καίει τα φτερά της όταν τολμήσει να  τα ανοίξει διάπλατα για να πετάξει  και στον επιβιωτικό συμβιβασμό.
Πράγματα  και καταστάσεις  που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο προβάλλοντας την οικουμενικότητα  και επισημαίνοντας την διεθνιστική υφή του κειμένου .
Αρχίζει με μια αίσθηση χαλαρής ευθυμίας,ύστερα  ανεβάζει με μαεστρία την ένταση  των τόνων και ξαφνικά  δίνει μια δυνατή  γροθιά στο στομάχι τόσο που ο θεατής χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του.
Ακόμη και αν δεν ταυτίζεται από την διάδραση με όσα ακούει στην συνέχεια  της παράστασης προσπαθεί να συνέλθει, να συνειδητοποιήσει, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.
Ταυτόχρονα προσεκτικά  και μεθοδικά προβαίνει και προχωρεί  σε εσωτερικές  αναγωγές.επανεκτιμήσεις ,αναθεωρήσεις και αποτιμήσεις. 
Παράλληλα  κινείτε πάνω στο καυτό επίκαιρο  ερώτημα και δίλημμα για το  τι είναι καλύτερο: να καίγεσαι η να σβήνεις σιγά σιγά.
Στην έκβαση καραδοκεί μια συγκλονιστική ζωογόνα  ανατροπή που επιφυλάσσει  ο εμπνευσμένος συγγραφέας, εντελώς απρόβλεπτη ,που  ευρηματικά απογειώνει  το έργο προς μια τελευταία επινοημένη ελπίδα.

Το κοινό φεύγει, παίρνοντας μαζί σου στιγμές μεγαλείου και προβληματισμού,κορύφωσης και λύτρωσης, έχοντας δει σκηνές μέθεξης και με λέξεις και μηνύματα που θα το ακολουθούν και θα μνημονεύει για πάντα.

Συντελεστές  της  παράστασης :
Διασκευή - σκηνοθεσία : Παύλος Λεμοντζής
Φώτα- ήχος : Σπύρος Καμηλιώτης
Σκηνικά- κοστούμια- μουσική επιμέλεια : η ομάδα
Μάνα : η Λίλα Μπρουκάκη
Στρατιώτης : ο Στέλιος Καράμπελας
Τραγουδά α-καπέλα : η Λένα Πασχαλίδου


Το έργο ανέβηκε στην Αθήνα και με  τον  άλλο  τίτλο  του : '' To μπουφάν της Χάρλευ''  σε τρεις διαφορετικές  εκδοχές με ερμηνείες  από  τις ηθοποιούς  Άννα Παναγιωτοπούλου, Άννα Βαγενά και  Άννα Ανδριανού.
Αναμένουμε την απόδοση της Λίλας Μπρουκάκη, μιας ηθοποιού με ευρεία υποκριτική γκάμα,ευπρόσδεκτη παρουσία  και σκηνική τεχνική, δοκιμασμένης στο ποιοτικό ρεπερτόριο, στο οποίο μέχρι σήμερα έχει σημειώσει επιτυχίες και επιτεύγματα στους ρόλους  που κατά καιρούς αναλάμβανε να φέρει εις πέρας. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΔΥΟ ΔΙΑΠΡΕΠΕΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΊ ,ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΣΕ ΝΕΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΠΟΊΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ.

ΣΕ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΟΝΕΜΗΘΗΚΑΝ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΤΗΣ ART WAY!!!

ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΕ Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ LIONS CLUB SPECIALTY KOLONAKI SUN ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΛΕΣΧΗ